αποστρατεία

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

Greek Monolingual

η
1. η απομάκρυνση στρατιωτικού από την ενεργό υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ.
2. η απομάκρυνση ή η αποχή κάποιου από το επάγγελμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].