αποστραγγίζω
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)
εξουδετερώνω, εξουθενώνω
νεοελλ.
στραγγίζω κάτι εντελώς.
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)
εξουδετερώνω, εξουθενώνω
νεοελλ.
στραγγίζω κάτι εντελώς.