εξουθενώνω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

(AM ἐξουθενῶ, -όω και -έω)
1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῦ δικαίως ἐξουθένωται»)
2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως
αρχ.-μσν.
δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. του ουδείς)].