εξουθενώνω

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

(AM ἐξουθενῶ, -όω και -έω)
1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῦ δικαίως ἐξουθένωται»)
2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως
αρχ.-μσν.
δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. του ουδείς)].