ἀποστραγγίζω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
check, Theol.Ar.49 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστραγγίζω: «ξεστραγγίζω», παύω, Θεολ. Ἀριθμ. 49Α.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)
εξουδετερώνω, εξουθενώνω
νεοελλ.
στραγγίζω κάτι εντελώς.