ἀποτυμπανισμός

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A crucifixion, Cat.Cod.Astr.7.140.11.

German (Pape)

[Seite 333] ὁ, Enthauptung, Sp.

French (Bailly abrégé)

[πᾰ] οῦ (ὁ) :
bastonnade, CHRYS. 4.567.
Étymologie: ἀποτυμπανίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
suplicio, sufrimiento colectivo ἐὰν δὲ ἡ Σελήνη ... ἐκλείπῃ ... ἀ. ἔσται si la Luna (en determinado momento y sitio) se eclipsa habrá sufrimiento, Cat.Cod.Astr.7.140.11
en particular decapitación ἀ. γὰρ λέγεται ὁ ἀποκεφαλισμός Chrys.M.63.187.

Greek Monolingual

ἀποτυμπανισμός, ο (AM)
θανάτωση καταδίκου με τον λαιμό και τα άκρα του δεμένα σε μακριά σανίδα, το τύμπανον ή τύπανον.