διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η (Μ ἀραθυμία)1. νωθρότητα, τεμπελιά2. λιποθυμία3. κακή διάθεσηνεοελλ.1. στενοχώρια, θλίψη2. σφοδρή επιθυμία.