αραθυμιά

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀραθυμία)
1. νωθρότητα, τεμπελιά
2. λιποθυμία
3. κακή διάθεση
νεοελλ.
1. στενοχώρια, θλίψη
2. σφοδρή επιθυμία.