αραθυμιά

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀραθυμία)
1. νωθρότητα, τεμπελιά
2. λιποθυμία
3. κακή διάθεση
νεοελλ.
1. στενοχώρια, θλίψη
2. σφοδρή επιθυμία.