απροφάσιστος
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροφάσιστος, -ον)
αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής
αρχ.
1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος
2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος.