αργυρότευκτος
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
Greek Monolingual
ἀργυρότευκτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»].