αργυρότευκτος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ἀργυρότευκτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»].