Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αραξοβόλι

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. μέρος απάνεμο στην ακτή, μικρό λιμάνι
2. καταφυγή, καταφύγιο, άσυλο
3. πέτρα που χρησιμεύει για να στερεώνονται τα παραγάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αράζω (άραξα), αναλογικά με το μτγν. ουσ. αγκυροβόλιον, -όλι].