ἀργυροπράτης

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A money-dealer, PSI1.76.2 (vi A.D.):—hence ἀργῠρο-ᾱτικός, ή, όν, Just.Nov.136.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυροπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, τραπεζίτης, Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 12Β, Ἰουστ. Νεαρ. 136 : ― Ἐντεῦθεν, -ᾱτικός, ή, όν, Βυζ. -πρατεῖον, τό, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ banquero, cambista, IEphesos 2271, MAMA 3.255 (Córico), Cyr.Al.Nest.proem.(p.13.29), Polyb.Rh.M.41.81A, Iust.Nou.136.1, Io.Mal.Chron.M.97.712A, PSI 76.2 (VI d.C.), POxy.127re.5, 12, 144.13 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἀργυροπράτης, ο (AM)
ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα- του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»].