άπτωτος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπτωτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πέσει ή δεν υπόκειται σε πτώση
2. γραμμ. αυτός που δεν έχει πτώσεις, ο άκλιτος.