άπτωτος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
-η, -ο (AM ἄπτωτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πέσει ή δεν υπόκειται σε πτώση
2. γραμμ. αυτός που δεν έχει πτώσεις, ο άκλιτος.