αριστοτελικός
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀριστοτελικός, -ή, -όν) Αριστοτέλης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Αριστοτέλη και στη φιλοσοφία του
2. ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.