Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
η (Α ἁρπαγή) αρπάζω
η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων
αρχ.
1. τα λάφυρα, η λεία
2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής.