πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].