γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
ἀρτηριοτομῶ (-έω) (Α)1. κόβω μια αρτηρία2. παθ. μου κόβουν μια αρτηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηρία + -τομώ < τόμος < τέμνω.