αρχάριος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
-α, -ο (Μ ἀρχάριος, -α, -ον)
πρωτόπειρος, άπειρος ή αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + (μσν. κατάλ.) -άριος (βλ. κατάλ. -άρης)].