αρχέτυπος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀρχέτυπος, -ον)
1. αυτός που αποτυπώθηκε αρχικά, που πήρε για πρώτη φορά μια ορισμένη μορφή, ο πρωτότυπος
2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο, το υπόδειγμα
νεοελλ.
«αρχέτυπα βιβλία» — όσα τυπώθηκαν τους πρώτους χρόνους της τυπογραφίας
αρχ.-μσν.
τὸ ἀρχέτυπον
ιδανικό, τέλειο
αρχ.
1. ο υποδειγματικός
2. ο γνήσιος, ο αρχικός.