υποδειγματικός
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).