ἀρτουργός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

όν,

   A = ἀρτοποιός, Tz.H.5.535.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτουργός: -όν, = ἀρτοποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 535.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ panadero Tz.H.5.537.

Greek Monolingual

ἀρτουργός, -όν (Μ)
ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ουργος < έργον].