αρχιτεκτονική

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀρχιτεκτονική)
η τέχνη και τεχνική της οικοδόμησης που έχει για σκοπό της την ικανοποίηση των πρακτικών και καλλιτεχνικών αναγκών έκφρασης του πολιτισμένου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του επιθ. αρχιτεκτονικός, με χρήση ουσιαστικού].