αρχιτεκτονικός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀρχιτεκτονικός, -ή, -όν) αρχιτέκτων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιτέκτονα και στην τέχνη του
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. αρχιτεκτονική
3. η ευρυθμία και η τήρηση ορισμένων αναλογιών σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο
αρχ.
1. ο αρχιτέκτων
2. (φιλοσ.) η αρχική και σπουδαιότερη τέχνη ή επιστήμη, η οποία επιβάλλεται σε όλες τις άλλες.