διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
ηη αρπαγή, η αφαίρεση ξένου πράγματος («μαζώματα της αρπαξιάς», Παλαμάς).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αορ.) άρπαξα του ρ. αρπάζω + (κατάλ.) -ιά].