ἀρχεσίμολπος, -ον (Α)(για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι- (< αρχε-, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί-μβροτος, αλγεσί-θυμος, αλφεσί-βοιος κ.ά.) + -μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»].