ασπαίρω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek Monolingual

ἀσπαίρω (Α)
1. σπαρταρώ
2. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ»
Το αρχικό α- του ρ. είναι υστερογενές στοιχείο και ως εκ τούτου είναι προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό παρά ότι έχει προέλθει από την πρόθεση ανά με αποκοπή. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη χρήση για ένα παιδί που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια διαταγή ή συμβουλή].