ατμόπλοιο

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το
πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοίο(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. steamship). Η λ. ατμόπλοιον μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].