τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
η1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια2. ατμοπλοϊκή εταιρεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -πλοΐα < -πλο-ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].