ατμοπλοΐα

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

η
1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια
2. ατμοπλοϊκή εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -πλοΐα < -πλο-ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].