ατμοπλοΐα

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

η
1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια
2. ατμοπλοϊκή εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -πλοΐα < -πλο-ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].