ατσίδα

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

η (και ουδ. ατσίδι, το)
1. νυφίτσα, κουνάβι
2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, -ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του -κτι- σε -τσι- πρβλ. γαλακτίς-γαλακτίδα-γαλατσίδα].