αστερισμός

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερισμός) αστήρ
μια ομάδα απλανών αστέρων που εμφανίζονται με ορισμένη διάταξη
αρχ.
η ιχνογράφηση αστεριών επάνω σε ομοίωμα του ουράνιου θόλου.