ατού
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Greek Monolingual
το
1. (στο χαρτοπαίγνιο) το χαρτί που υπερισχύει των άλλων, που κερδίζει
2. μέσο επιτυχίας ή ισχυρό επιχείρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. atout < (πρόθεση) ὰ + tout «όλο»].