αυτάρκης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM αὐτάρκης, -ες) αρκώ
1. αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του χωρίς να περιμένει τίποτε από τους άλλους
νεοελλ.
ολιγαρκής, λιτός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτάρκως
σε αρκετό βαθμό, αρκετά
αρχ.
1. αυτός που έχει αυτοπεποίθηση
2. ο αρκετά δυνατός, ο ισχυρός
3. ο ικανός για κάτι
4. αυτός που δρα ενστικτωδώς, ο ενστικτώδης.