ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
-η, -ο (AM ἄτροφος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για γυναίκα) στείρα, άγονη
αρχ.
1. ο ατροφικός
2. ο μη θρεπτικός
3. (για γάλα) που δεν πήζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τροφος < τρέφω.