βάζο

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

το και βάζος, ο
1. γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για τη διατήρηση τροφίμων
2. ανθοδοχείο
3. ποτήρι ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaso «αγγείο, δοχείο»].