Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
το και βάζος, ο1. γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για τη διατήρηση τροφίμων2. ανθοδοχείο3. ποτήρι ή κούπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaso «αγγείο, δοχείο»].