βάζο

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

το και βάζος, ο
1. γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για τη διατήρηση τροφίμων
2. ανθοδοχείο
3. ποτήρι ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaso «αγγείο, δοχείο»].