Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
το (Μ ἀχούριον και -ριν)
1. ο αχυρώνας
2. ο στάβλος
νεοελλ.
χώρος ακατάστατος και βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahir, περσ. achur, ίσως < αρχ. αχύριος «σωρός από άχυρα»].