αχούρι

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀχούριον και -ριν)
1. ο αχυρώνας
2. ο στάβλος
νεοελλ.
χώρος ακατάστατος και βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahir, περσ. achur, ίσως < αρχ. αχύριος «σωρός από άχυρα»].