αχρωστικός
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
-ή, -ό
φρ. «αχρωστικό σύστημα» — οπτικό σύστημα με το οποίο βλέπουμε τα είδωλα των αντικειμένων χωρίς χρωματική εκτροπή.