βάσανο
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
το (Μ βάσανον) βάσανος
1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα
2. βασανιστήρια
νεοελλ.
1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα
2. πληθ. τα βάσανα
οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες.