οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
(AM ἀφοδεύω) οδεύωαπαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ.