Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
η (AM βεβήλωσις) βεβηλώτο να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό.