βιβλιοδεσία
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
η
η ένωση των φύλλων χειρογράφου ή βιβλίου και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το δέσιμο, το στάχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται στον Εμμανουήλ Ροΐδη].