βούκερως

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

German (Pape)

[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.

Spanish (DGE)

-ων

• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.

Greek Monolingual

βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.