ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
η (AM βλάστησις) βλαστάνωτο να βλαστάνει κάτι, φύτρωμαμσν.- νεοελλ.φυτόνεοελλ.1. το σύνολο των φυτών ενός τόπου2. η χρονική περίοδος κατά την οποία τα φυτά πετάνε βλαστάρια.