βλάστηση

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η (AM βλάστησις) βλαστάνω
το να βλαστάνει κάτι, φύτρωμα
μσν.- νεοελλ.
φυτό
νεοελλ.
1. το σύνολο των φυτών ενός τόπου
2. η χρονική περίοδος κατά την οποία τα φυτά πετάνε βλαστάρια.