βροχοσκοπία

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

και βροχοσκόπηση, η
η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + -σκοπία < -σκοπος < σκοπός
βροχοσκόπηση < βροχή + -σκόπηση < σκοπώ].