το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)1. πιάτο2. πήλινο ποτήρι3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].