γατί

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν)
1. η γάτα ή το νεογνό της
2. καχεκτικό παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. του κάττα, με τροπή του -τ- σε -τσ- (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)].