γαυνάκης
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek (Liddell-Scott)
γαυνάκης: -ου, ὁ, = καυνάκης, Κλήμ. Ἀλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. καυνάκης.
Spanish (DGE)
v. καυνάκης.
Greek Monolingual
γαυνάκης, ο (Α)
ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)].