ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
η (AM γειτνίασις) γειτνιώ1. το γειτόνεμα, το να είναι κάτι κοντά με κάτι άλλο2. γειτονιά, περιοχή3. η ομοιότητα.